- Λαϊκές Τέχνες
- Ζωγραφική
- Γλυπτική
- Αρχιτεκτονική
- Σταυρόπετρες (Khachkar)
- Χειρόγραφα - Μικρογραφίες
- Μουσική
- Παραδοσικος Χορός
Οι Λαϊκές Τέχνες παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή και την ιστορία κάθε λαού. Η κεραμική, τα χαλιά, το κέντημα, η χρυσοχοΐα ήταν κάποιες από τις δραστηριότητες του Αρμενικού λαού. Οι παραδόσεις των καλλιτεχνικών επαγγελμάτων μεταδόθηκαν από γενιά σε γενιά. Η τέχνη της υφαντουργίας, κυρίως στον τομέα του χαλιού, υπάρχει εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Η καλή ποιότητα των χαλιών Dvin, του Ani, του Van και του Erzeroum στο Μεσαίωνα ήταν ευρέως γνωστή εκτός των συνόρων της Αρμενίας. Μεγάλη ποσότητα χαλιών εξαγόταν σ’ όλο τον κόσμο. Θυμίζουμε ότι χιλιάδες χαλιά συγκεντρώθηκαν και πουλήθηκαν υπό το σοβιετικό καθεστώς στο εξωτερικό. Τα χαλιά με τους δράκους ξεχωρίζουν κυρίως για τη ζωντάνια των χρωμάτων τους. Το κυρίαρχο χρώμα ήταν το κόκκινο, σε αρμονία με το άσπρο, το κίτρινο και το μπλε. Τα πιο αρχαία χαλιά διατηρούνται σήμερα στα μουσεία ιστορίας και εθνολογίας στη Βιέννη, στο Λονδίνο, στο Βερολίνο, στη Βουδαπέστη και στην Αρμενία.
Η τέχνη του κεντήματος εκπροσωπείται από τους Αρμένιους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στα εργαστήρια του Μεσαίωνα που βρίσκονται στο εσωτερικό των μοναστηριών, ετοίμαζαν ρούχα για τους ευγενείς και τους κληρικούς, όπως επίσης τραπεζομάντιλα και κουρτίνες.
Η συλλογή ασημένιων αντικειμένων για λαϊκή ή θρησκευτική χρήση αποδεικνύουν την φαντασία και την λεπτότητα της δουλειάς των Αρμενίων χρυσοχόων.
Η σύγχρονη εποχή στην ανάπτυξη των αρμενικών εικαστικών τεχνών ξεκίνησε το 1828, όταν η Ανατολική Αρμενία πέρασε στα χέρια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η Λογοτεχνία και η Αρμενική τέχνη διανύουν μια καινούρια περίοδο που χαρακτηρίζεται από μια προσέγγιση με τη Ρωσική και Ευρωπαϊκή κουλτούρα. Οι Αρμένιοι ζωγράφοι του 19ου αιώνα σπούδασαν στο εξωτερικό και προσπάθησαν να εισάγουν στην αρμένικη τέχνη, μια ποικιλία ειδών και καινούργιων μεθόδων ζωγραφικής από την Ευρώπη. Αυτές οι μέθοδοι αφομοιώθηκαν ολοκληρωτικά στίς τοπικές συνήθειες στο τέλος του 19ου αιώνα.
Οι Αρμένιοι καλλιτέχνες αυτής της περιόδου αποτέλεσαν τους αποστόλους της αναγέννησης του εθνικού πνεύματος. Χάρη σ’ αυτούς και στα έργα των συγγραφέων όπως του Alichan, του Abovian, του Nalbandian και του Patkanian, η ιδέα της πατρίδας και της απελευθέρωσης, αποκτούσε μέρα με τη μέρα μεγαλύτερη σημασία για το σύνολο της αρμενικής κοινωνίας. Ο κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της περιόδου είναι ο ζωγράφος Hagop Hovnatanian, ο οποίος ειδικεύονταν στις προσωπογραφίες.
Η σύγχρονη αρμενική ζωγραφική
Ο Αρμενικός λαός γνώρισε τις πιο τραγικές στιγμές της ιστορίας του στην αρχή του 20ου αιώνα. Η Αρμενία παρά λίγο να εξαφανιστεί για πάντα από το χάρτη του κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη την εποχή κατάφερε να αντισταθμίσει το θάνατο με ην αρμενική κουλτούρα που γνώρισε μια πραγματική άνθιση. Ήταν η εποχή της αναγέννησης των αρχαίων παραδόσεων.
Ο Martiros Sarian, κορυφαίος αρμένιος ζωγράφος της εποχής, αφιερώθηκε στην αναγέννηση της πατρίδας του και ενώ ήταν πολύ διάσημος στη Ρωσία, διάλεξε να επιστρέψει στην Αρμενία το 1915 για να βοηθήσει τους συμπατριώτες του και κυρίως τα παιδιά τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Κύριο θέμα των έργων του ήταν η Αρμενία και κατάφερε να αποδώσει στην αρμένικη ζωγραφική το σωστό χρώμα. Τα έργα του, κυρίως στην αρχή, επηρεάστηκαν άμεσα από τις νέες Ρωσικές και Γαλλικές τάσεις.
Η ανάπτυξη της αρμενικής γλυπτικής ξεκίνησε στο 2ο μισό του 19ου αιώνα. Ο διάσημος γλύπτης Yervant Voskian ήταν ο διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών της Κωνσταντινούπολης.
Ο ιδρυτής της τέχνης της προτομής στην Αρμενία ήταν ο Andreas Ter-maroukian. Το πιο σημαντικό του έργο, η προτομή του Khatchatour Abovian πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι και μεταφέρθηκε στο Ερεβάν 12 χρόνια αργότερα.
Άλλες σημαντικές μορφές της αρμένικης γλυπτικής είναι ο Hagop Gurdjian, o Ara Sargisian και ο Souren Stepanian.
Οι εκκλησίες, τα θρησκευτικά βιβλία και τα εκκλησιαστικά λειτουργικά αντικείμενα που διασώζονται μέχρι σήμερα, αποτυπώνουν το ανεξάρτητο πνεύμα των Αρμενίων αλλά και τη σχέση τους με τις μεγάλες δυνάμεις με τις οποίες έρχονταν σε επαφή και ιδιαίτερα με το Βυζάντιο. Ένας από τους ισχυρότερους συνεκτικούς ιστούς που διαπερνούν την αρμενική τέχνη ήταν η συνεχής, συνειδητά επαναλαμβανόμενη δια μέσου των αιώνων, χρήση ρυθμών που αντλούνται από τις πρώιμες χριστιανικές παραδόσεις του λαού. Περισσότερο ενδεικτικές αυτής της προσέγγισης ήταν οι μεγάλες εκκλησίες.
Αν και η αρχιτεκτονική αυτών των οικημάτων αναγνωρίζεται παντού ως αντιπροσωπευτική της αρμενικής πίστης, οι επιβλητικές, εντυπωσιακές εκκλησιές με τις δυναμικές και καθαρά διαρθρωμένες όψεις, δεν είναι μονολιθικές πέτρινες κατασκευές, ριζωμένες στο προχριστιανικό αρμενικό παρελθόν. Αντίθετα, οι εκκλησίες είναι κατασκευασμένες με ακατέργαστες πέτρες που στη συνέχεια καλύπτονται με μεγάλες επίπεδες πλάκες, τεχνική διαδεδομένη στο πρώιμο βυζαντινό κόσμο σε στρατιωτικά οχυρωματικά έργα και δημόσια κτίρια, η οποία μετατρέπεται στην Αρμενία σε δυναμική εκδήλωση λατρείας. Τα ομοιώματα κατασκευάζονταν για έναν λαό που η εκκλησία του, στο μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας της, παρέμεινε ανεξάρτητη τόσο από τον ορθόδοξο όσο και από τον καθολικό κόσμο. Στην διάρκεια του Μεσαίωνα, οι Αρμένιοι που διοικούσαν στο όνομα των μεγάλων δυνάμεων είτε της Ανατολής είτε της Δύσης, φρόντιζαν πάντα να εκφράσουν την πίστη τους χτίζοντας εκκλησίες που ακολουθούσαν τους ρυθμούς του δικού τους παρελθόντος, αντί να μιμούνται τα εκκλησιαστικά κτίρια που βρίσκονταν στις πρωτεύουσες των οποίων ήταν υποτελείς.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της αρμενικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής είναι ο τρούλος. Στην κατασκευή των τρούλων οι Αρμένιοι έχουν εμπνευστεί από την ζωροαστρική Περσία, όπου χρησιμοποιούσαν τον τρούλο για την λατρεία του ήλιου. Όπως υποστηρίζει ο σπουδαίος Αυστριακός ιστορικός της τέχνης Στρτσικόφσκι, ο τρούλος ως στοιχείο της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, είχε μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, την Ελλάδα και τα Βαλκάνια και από εκεί μεταγενέστερα στην Ιταλία και την νότιο Γαλλία, από την Αρμενία. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι θαυμαστοί τρούλοι των ναών της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη και του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη ήταν εμπνευσμένοι από τους αρμενικούς τρούλους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, γνωρίζοντας την προέλευση της έμπνευσης και της τεχνικής του αρχιτεκτονικού αριστουργήματος της Αγίας Σοφίας, μετά τον σεισμό του 989 μ.Χ., κάλεσαν από την Αρμενία τον διάσημο αρχιτέκτονα Τιριδάτη να αναλάβει το έργο της αναστήλωσης του κατεστραμμένου τρούλου του ναού.
Ζωγράφοι, γλύπτες και χαράκτες συμπλήρωναν με τα έργα τους και εμπλούτιζαν την αρμενική αρχιτεκτονική προσδίδοντας μεγαλύτερη λάμψη και στα διάφορα κτίσματα. Στο εσωτερικό των αρμενικών εκκλησιών, θρησκευτικές μορφές οικείες σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, όπως η Παρθένος με το Θείο Βρέφος, σμιλεύονταν συχνά σε διακοσμητικές ταινίες πάνω από τα παράθυρα της πρόσοψης και σε κιονόκρανα. Ο διάκοσμος των μεσαιωνικών αρμενικών εκκλησιών καθρέφτιζε το διττό χαρακτήρα της αρμενικής αντίληψης αφενός, αλλά και επίγνωση των τεχνοτροπιών των μεγάλων δυνάμεων με τις οποίες έρχονταν σε επαφή οι Αρμένιοι.
Μέσα από την αρχιτεκτονική τέχνη, ο αρμενικός λαός έχει εκφράσει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο τις δημιουργικές του ικανότητες. Τα ιστορικά αρχιτεκτονικά μνημεία που υπάρχουν σε όλη την έκταση του αρμενικού οροπεδίου, μαρτυρούν το μέγεθος της συμβολής της χώρας στην πολιτισμική ανάπτυξη . Τα μνημεία Γκαρνί, κόσμημα ελληνιστικής εποχής (1ος αιώνας μ.Χ.), Αγ. Χριψιμέ και Ζβαρτνοτς (7ος αιώνας μ.Χ.), Τατέβ, Σαναχίν Αγπάτ και Κετσαρίς (11-13 αιώνας μ.Χ.), Κοσαβάνκ, Αγαρτζίν και Κεγάρτ (13-14 αιώνας μ.Χ.) είναι μερικά μόνο από τα αριστουργήματα που σώζονται μέχρι σήμερα.
Η αρχιτεκτονική αποτελεί ίσως την σημαντικότερη συμβολή της Αρμενίας στον παγκόσμιο πολιτισμό και τις τέχνες.
Οι Αρμένιοι αποκαλούν την πατρίδα τους ¨Χώρα της Πέτρας¨. Διαθέτοντας μεγάλες ποικιλίες πέτρας οι Αρμένιοι κατάφεραν να εκφράσουν το αρχιτεκτονικό τους ταλέντο στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και την τέχνη των Khatchkar (Χατσκάρ) («σταυρόπετρες»).
Τα αρμενικά Χατσκάρ αποτελούν ξεχωριστό φαινόμενο της παγκόσμιας τέχνης. Πρόκειται για ορθογώνιες παραλληλόγραμμες πέτρινες στήλες, πάνω στις οποίες είναι χαραγμένοι ή λαξεμένοι σταυροί με έντονα διακοσμητικά στοιχεία. Κάθε μία απ’ αυτές έχει διαφορετική τεχνοτροπία και διακόσμηση.
Τα Χατσκάρ έχουν κατασκευαστεί και τοποθετηθεί για διάφορους λόγους,όπως για να υπενθυμίζουν ιστορικά γεγονότα ή νικηφόρες μάχες, για να μνημονεύσουν κατασκευαστές, ευεργέτες ή δωρητές ναών και άλλων μεγάλων έργων, για να τιμήσουν ήρωες που θυσιάστηκαν σε διάφορες μάχες αλλά και για πολλούς άλλους λόγους. Τοποθετημένα σε αυλές εκκλησιών, σε δρόμους, σε λόφους και σε νεκροταφεία, θεωρούνται σύμβολα σωτηρίας της ψυχής. Ο λαός πιστεύει πως έχουν την δύναμη να θεραπεύουν αρρώστιες και να προφυλάσσουν από φυσικές καταστροφές και γι’ αυτόν τον λόγο τα θεωρεί ιερά σημεία προσκυνήματος.
Τα Χατσκάρ που σώζονται από τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, είναι πέτρινες στήλες, στην επιφάνεια των οποίων ήταν χαραγμένοι μόνο σταυροί. Τα Χατσκάρ με την περίτεχνη λάξευση και τον πλούσιο διάκοσμο αναπτύχθηκαν μετά τον 9ο αιώνα μ.χ. ως μνημεία νεότερης τεχνοτροπίας, μετά την ανεξαρτητοποίηση της Αρμενίας από την αραβική κυριαρχία, την περίοδο που η χώρα γνώρισε την λαμπρότερη περίοδο ανάπτυξης της αρχιτεκτονικής, τον 10ο και 11ο μ.Χ. αιώνα.
Ο λόγος του Θεού, υπήρξε πάντοτε το επίκεντρο της αρμενικής λατρείας. Η αρμενική αλφάβητος δημιουργήθηκε στο πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα από τον Mashtots με σκοπό την μετάφραση χριστιανικών κειμένων στα αρμενικά.
Οι εικόνες δεν έπαιξαν ποτέ σημαντικό ρόλο στην αρμενική λατρεία. Αντίθετα, τα Ευαγγέλια ήταν τόσο ιερά, που προκειμένου να τα περισώσουν από τα χέρια επιδρομέων, οι Αρμένιοι ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους.
Νεότερα μεσαιωνικά αρμενικά χειρόγραφα με τα πολυτελή τους εξώφυλλα συνδυάζουν καθαρά την αρμενική εικονογραφία με θέματα και τεχνοτροπίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι προσωπογραφίες των Ευαγγελιστών σε αρχιτεκτονικό φόντο θυμίζουν συχνά αυτές που συναντούμε σε βυζαντινά Ευαγγέλια της ίδιας εποχής και το ίδιο ισχύει για τις διακοσμητικές επικεφαλίδες και τα περίτεχνα σχέδια των κεφαλαίων γραμμάτων των κειμένων. Μολονότι οι μελετητές έχουν ασχοληθεί πολύ με την συσχέτιση των αρμενικών και βυζαντινών μικρογραφιών, το κύριο στοιχείο διαφοροποίησηςείναι πάντα η αρμενική γλώσσα, ακόμα και αν τα κείμενα έχουν γραφεί για Αρμενίους που υπηρετούν ως αξιωματικοί στο στρατό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πάνω από όλα, ο λόγος του Θεού διατυπωμένος στα αρμενικά, είναι το σύμβολο της ανεξαρτησίας της Αρμενικής Εκκλησίας.
Οι απεικονίσεις στις μικρογραφίες επιλέγονται πάντα με βάση την σχέση τους με την αρμενική παράδοση, ακόμα και αν το ύφος τους αντανακλά την επιρροή άλλων πολιτισμών. Νεότερα μεσαιωνικά χειρόγραφα, όπως αυτό του Βαν, συχνά περιέχουν απεικονίσεις της Τελικής Κρίσεως και τεράστιους σταυρούς της Δευτέρας Παρουσίας. Τα αφηρημένα σχέδιά τους συνδυάζουν την αρμενική παράδοση με μια επίγνωση της αισθητικής την οποία είχαν υιοθετήσει οι ισλαμικές δυνάμεις που κυριαρχούσαν στην περιοχή την εποχή εκείνη.
Πλήθος έργων, τόσο πρωτοχριστιανών όσο και αρχαιοτέρων Ελλήνων συγγραφέων, σώζονται σήμερα μόνο σε αρμενικές μεταφράσεις σε μια από τις παλαιότερες και πιο πλούσιες βιβλιοθήκες χειρογράφων στο κόσμο, το Matenadaran. Η συλλογή περιλαμβάνει 23.000 χειρόγραφα από όλη σχεδόν την αρχαία και μεσαιωνική αρμενική φιλολογία και επιστήμη καθώς και αραβικά, ελληνικά, περσικά, λατινικά, και άλλα χειρόγραφα. Η ιστορία του Matenadaran τοποθετείται στην περίοδο δημιουργίας της αρμενικής αλφαβήτου το 405μΧ. Μία ιστορία αιώνων που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Η αρμενική μουσική έχει τόσο βαθιές ρίζες όσο και η ιστορία του αρμενικού λαού και παρουσιάζει πλούσιο περιεχόμενο και μεγάλη ποικιλία.
Ώς ορεινή χώρα, στην παράδοση της Αρμενίας κυριαρχούν η μουσική και τα τραγούδια της υπαίθρου.
Τον 4ο π.Χ. αιώνα η Αρμενία γνώρισε μια πολιτική άνοιξη, που είχε τον αντίκτυπό της και στον πολιτισμό. Σύμφωνα με ελληνικές, ρωμαϊκές και αρμενικές μαρτυρίες η Αρμενία κατείχε μια σημαντική θέση μεταξύ των τότε προηγμένων χωρών. Τον καιρό του Τιγράνη του Μέγα (95-55 π.Χ.) η ποίηση, το θέατρο και η μουσική γνώρισαν μια πρωτοφανή άνθηση.
Με την ανακήρυξη του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους, το 301 μ.Χ., απαγορεύτηκε αυστηρά η προχριστιανική μουσική καθώς και η δραστηριότητα των λαϊκών τροβαδούρων. Οι τελευταίοι ήταν ταυτόχρονα ποιητές, τραγουδιστές και μουσικοί και έχαιραν μεγάλης εκτίμησης από τον λαό. Παρά τις απαγορεύσεις, η λαϊκή μουσική, όντας στενά συνδεδεμένη με την νοοτροπία, την σκέψη και την ψυχολογία του λαού, κατόρθωσε να επιβιώσει και να αναπτυχθεί ακόμα περισσότερο. Η μουσική αυτή περιλάμβανε θέματα επικά, ερωτικά, παραινετικά, φιλοσοφικά, ηθικολογικά, κοινωνικά καθώς και θέματα από την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων.
Η Αρμενία λόγω της γεωγραφικής της θέσης βρισκόταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση, με αποτέλεσμα η μουσική της να είναι επική, θρησκευτική ή αγροτική. Το λυρικό στοιχείο εμφανίζεται κατά τον 10ο αιώνα, με τα περίφημα «ντάγ» (ωδή).
Με την πτώση της Ανί και του Ματζικέρτ στα μέσα του 11ου αιώνα και την κατάληψή της τον 16ο αιώνα από τους Πέρσες, η Αρμενία έζησε την μεγαλύτερη περίοδο σκότους, διάρκειας εννέα περίπου αιώνων.
Ο λαός ξενιτεύτηκε και όσοι έμειναν βρήκαν παρηγοριά στα μακρόσυρτα, λυπητερά αυτοσχέδια τραγούδια των τροβαδούρων. Τα τραγούδια των «μπαντούχτ» (ξενιτεμένων, προσφυγιάς) εμφανίζονται με αμέτρητες παραλλαγές.
Η σύνθετη τέχνη των «ασούγ» (τροβαδούρων), βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό, συνδυασμός ποίησης και σύνθεσης τραγουδιού. Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του είδους, ο Σαγιάτ-Νοβά (1712-1795) ήταν το λαμπρό δημιουργικό πνεύμα της εποχής του. Τα έργα του βασίστηκαν στο μουσικό όργανο «κεμαντσά». Χάρη στη σπάνια καλλιτεχνική του ιδιοφυία, κυριάρχησε όχι μόνο στον Καύκασο αλλά και αναγνωρίστηκε παγκοσμίως. Το ότι τραγούδησε σε τέσσερις γλώσσες οφείλεται κυρίως στις ανάγκες του πολυεθνούς ακροατηρίου του.
Στα μέσα του 19ου αιώνα η Αρμενία ήταν τεχνητά χωρισμένη σε Δυτική και Ανατολική. Όμως παντού επικρατούσε η αντίληψη της αναδημιουργίας και αναγέννησης της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ο ανανεωτικός άνεμος που φύσαγε και στα δύο τμήματα της Αρμενίας έφτασε, στις αρχές του 20ου αιώνα, στο αποκορύφωμά του. Η Δυτική Αρμενία ζούσε μετά από δεκαπέντε αιώνες την δεύτερή χρυσή εποχή της.
Ο Γκομιτάς (1869-1935), γεννημένος ως Σογομών Σογομωνιάν στην Κιουτάχεια, ίδρυσε την αρμενική κλασική μουσική και φανέρωσε τις μεγάλες δυνατότητες μελωδικής, αρμονικής και πολυφωνικής εξέλιξης, κρυμμένες στην λαϊκή παράδοση. Κατέγραψε χιλιάδες τραγούδια και καλλιέργησε τις αρχές της εθνικής έντεχνης μουσικής, αναβαθμίζοντας το λαϊκό τραγούδι στο επίπεδο του κλασικού. Ακαταπόνητος μελετητής, ίδρυσε χορωδίες, έδωσε διαλέξεις στην Ευρώπη, διασκεύασε την αρμενική θεία λειτουργία αριστοτεχνικά. Υπήρξε λαμπρός ερμηνευτής. Ο Γκομιτάς έβαλε τα θεμέλια της αρμενικής μουσικής και της μουσικολογίας. Πέθανε στο Παρίσι, μετά από 20 χρόνια ταλαιποριών και πνευματικής στειρότητας που του προκάλεσε η δοκιμασία της γενοκτονίας.
Η μετέπειτα εποχή συμπίπτει με τη δημιουργία του αρμενικού κράτους, που φέρνει μια νέα γενιά δημιουργών με συνθέσεις ιστορικής επαναστατικής ή καθαρώς πατριωτικής θεματολογίας, πέρα από τις γνωστές ως τότε τάσεις. Φυσιογνωμία που δεσπόζει ο Αράμ Χατσαντουριάν(1903-1979) χαρακτηρίζεται από την Ουνέσκο ώς ένας απ’ τους γνωστότερους μουσικούς της εποχής.
Η σύγχρονη αρμενική μουσική οφείλει πολλά και στους Αλάν Οβάννες, Αρνό Μπαμπατζανιάν, Αλεξάντρ Χαρουτιουνιάν, Έντγκαρ Οβαννισιάν και Εντουάρντ Μιρζογιάν.
Όσον αφορά τα μουσικά όργανα, ο αρμενικός λαός, στο πέρασμα των αιώνων, χρησιμοποίησε τα έξης όργανα:
Πνευστά: ζουρνάς, φλάουτο, ντουντούκ, τρομπέτα.
Έγχορδα: νταβίγ, πανπίρ, σαζ, ταρ, κεμαντσά, κανονάκι, κναρ.
Κρουστά: ταπ, τχόλ,τύμπανο, τζιντζγά.
O παραδοσιακός χορός είναι η τέχνη μέσω της οποίας εκφράζεται το συναίσθημα και η νοοτροπία ενός λαού.
Στην παγανιστική Αρμενία, τα πρώτα δείγματα των Αρμενικών παραδοσιακών χορών τα συναντούμε στις βραχογραφίες της περιοχής Σιουνίκ, στα όρη του Κεγάμ και του Γκουτασάρ και αναπαριστούν χορευτικές φιγούρες με τα χέρια απλωμένα και τα δάκτυλα ανοιχτά. Χρονολογούνται στον 7ο και 8ο π.Χ αιώνα.
Την εποχή εκείνη, είχαν αναπτυχθεί μεγάλα πολιτιστικά κέντρα όπως το Αρτασάτ, το Αρμαβίρ, η Ανί, το Μπακαράν, το Γερβαντασάτ, από τα οποία υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες τελετουργικών χορών. Εκτελούνταν από ιερείς και ιέρειες των ναών. Μελέτες που έγιναν γύρω από τους παραδοσιακούς χορούς κατέληξαν ότι από αυτούς τους χορούς ξεκίνησε και διαμορφώθηκε ο αρμενικός παραδοσιακός χορός.
Από την μικρογραφική ζωγραφική της Μεσαιωνικής περιόδου προκύπτουν πάρα πολλές πληροφορίες για τους χορούς και συγκεκριμένα για τις μάσκες, τις ενδυμασίες, τις καθημερινές συνήθειες. Περισσότερες δε πληροφορίες προκύπτουν από τα κείμενα αφού η μικρογραφία ουσιαστικά ήταν εικονογράφηση των ιερών κειμένων.
Η εκκλησία θεωρούσε σατανικές τις τέχνες του χορού, του θεάτρου κ.λ.π. και τις πολεμούσε. Επενέβαινε στην εργασία των εικονογράφων, ίσως και των κειμενογράφων, οι οποίοι κατέγραφαν στο περιθώριο του βιβλίου διάφορες σημειώσεις, που σήμερα αποτελούν μια πολύ σημαντική και ζωντανή πληροφόρηση. Σ’ αυτή την περίοδο, για τον ίδιο λόγο, η εκκλησία καταφέρεται εναντίον των βάρδων, των μίμων, των ηθοποιών όπως προκύπτει από την εκκλησιαστική λογοτεχνία. Σύμφωνα με πληροφορίες που υπάρχουν από τον 5ο έως τον 10ο αιώνα, ο Γεζνίκ από το Γκοχμπ, ο Βαχάν Μαρταγκουνί, ο Χοσρόφ κ.ά, εφιστούν την προσοχή των χριστιανών, να μη συμμετέχουν σε εκδηλώσεις λαϊκών χορών, θεατρικών παραστάσεων κ.λ.π. Και μόνον αυτή η επισήμανση αποδεικνύει την εξέλιξη, το επίπεδο και την απήχηση που είχε ο χορός και οι τέχνες γενικότερα στη μεσαιωνική Αρμενία.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν πλέον διαμορφώνθηκε η αρμενική λαογραφία και εθνογραφία, μπήκαν οι πρώτες βάσεις μελέτης των παραδοσιακών χορών.
Η Αρμενία είναι μια μικρή χώρα, έχει όμως πολλές εθνογραφικές περιόδους. Η κάθε μια από αυτές έχει έναν ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτήρα που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες λαογράφων του 19ου αιώνα, εκφράζεται από τη διάλεκτο, την ενδυματολογία, την τεχνική κ.ά.
Στην διαμόρφωση των αρμενικών παραδοσιακών χορών, σημαντική υπήρξε η συμβολή του αρμένιου κληρικού Γκομιτάς (1869 – 1935), ο οποίος κατέγραψε, διέσωσε και μελέτησε την αρμενική μουσική και τη λαϊκή παράδοση. Θεωρείται ο ιδρυτής της εθνομουσικολογίας, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στη διάσωση των λαϊκών παραδοσιακών χορών. Είναι αυτός που περιγράφει έναν από τους παλαιότερους αρμενικούς χορούς, το «μπαρερκαΐν ζαμέρ» (ώρες χορού). Εδώ ο Γκομιτάς κατηγοριοποιεί τη δομή του αρμενικού χορού, τις κινήσεις, τη στάση και τη θέση του ανθρώπινου σώματος, που συνυπάρχουν στο χορό άμεσα συνδεδεμένες με τη μουσική.
Ο επόμενος σταθμός που καθόρισε τον αρμενικό παραδοσιακό χορό ξεκινά τη δεκαετία του 1920 με τη σοβιετοποίηση της Αρμενίας. Μετά την γενοκτονία του 1915 η Δυτική Αρμενία αποτέλεσε κομμάτι του Τουρκικού κράτους, ενώ στην Ανατολική δημιουργήθηκε ένα νέο καθεστώς σε μια διαλυμένη χώρα. Στις συνθήκες αυτές ιδρύθηκε ο πρώτος όμιλος παραδοσιακών χορών, από άτομα που διασώθηκαν από τις σφαγές και βρήκαν καταφύγιο στη χώρα. Άρχισαν να εμφανίζονται με τις παραδοσιακές τοπικές τους ενδυμασίες και τα παραδοσιακά λαϊκά τους όργανα. Χάρη σ’ αυτή την προσπάθεια σώθηκαν πάρα πολλοί χοροί της Δυτικής Αρμενίας.
Η εθνοχορογραφία έλαβε σάρκα και οστά μετά το 1930, από τη λαογράφο, εθνογράφο, μελετήτρια των χορών και ιστορικό Σρπουή Λισιτσιάν. Συνέλεξε γύρω στους 2.000 χορούς και κάποιες δραματοποιημένες παραστάσεις, στη διάρκεια περιοδειών που οργάνωνε γι’ αυτό το σκοπό. Κατ’ αυτό τον τρόπο διέσωσε το γνήσιο παραδοσιακό χορό, κάτω από αντίξοες συνθήκες, διότι η πολιτική κατάσταση, δεν ευνοούσε τη διαφύλαξη των εθνικών παραδοσιακών στοιχείων. Επίσης, πολύ μεγάλη ήταν η συνεισφορά της στην καταγραφή της κίνησης των χορών (κινησιογραφία). Τη δεκαετία του 1940 εξέδωσε στη Μόσχα μια μελέτη με το τίτλο «Κινησιογραφία» στη ρωσική γλώσσα, που αποτελούνταν από δύο βασικά μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται μια ιστορική αναδρομή και περιγράφεται η ιστορία της κινησιογραφίας ενώ στο δεύτερο μέρος υπάρχουν καταγραφές των κινήσεων των χορών.
Κατηγορίες παραδοσιακών αρμενικών χορών
Στους αρμενικούς χορούς μεγάλη σημασία έχει η κατεύθυνση. Υπάρχουν χοροί που χορεύονται από δεξιά προς τα αριστερά και το αντίθετο. Οι πρώτοι π.χ. κατευνάζουν τα κακά πνεύματα σε περίπτωση ξηρασίας. Χωρίζονται σε κατηγορίες, όπως οι πολεμικοί, οι χοροί του δρόμου, οι μιμητικοί, της εργασίας στην ύπαιθρο, της εργασίας στο σπίτι, οι γαμήλιοι, οι χοροί των νεκρών.
Ο χορός Γκιόβντ είναι πολύ χαρακτηριστικός αρχαϊκός χορός. Τα ίχνη του χάνονται στα βάθη των αιώνων. Ανάλογα με την περιοχή τον βρίσκουμε με πολλές ονομασίες όπως Γκιόλτ, Γκιέλτ κ.ά. και έχει πάρα πολλές εκδοχές. Ο ρυθμός του είναι πολύ αργός, οι κινήσεις πολύ απλές και τελετουργικές. Εκφράζει τη νοοτροπία του λαού. Ορισμένες φορές το Γκιόβντ χορεύεται από ολόκληρο το χωριό και διαρκεί ώρες. Το βασικό ρόλο τον έχει ο κορυφαίος χορευτής και αυτό υποδηλώνει το πόσο παλιός είναι. Επίσης, κάποιο ρόλο έχει ο τελευταίος του χορού. Για το χορό αυτό επικρατεί η έκφραση «η κεφαλή του χορού και η ουρά», σαν να πρόκειται για μεγάλο ζώο που κινείται.
Ένας εξίσου παλιός χορός είναι ο χορός «παπουρί», που χορεύεται από πάρα πολλές ηλικίες. Τέλος υπάρχουν και οι αριστοκρατικοί χοροί, όπως ο χορός «σεϊχανά», ένας βασιλικός χορός που χορεύεται από 8-10 γυναίκες πιασμένες από τα χέρια, όχι σε κύκλο αλλά σε τετράγωνο. Είναι ένας γρήγορος χορός και έχει αυξομειώσεις στο ρυθμό του.